ξεκαπνίζω

ξεκαπνίζω
μετ. очищать от сажи (дымоход и т. п.)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "ξεκαπνίζω" в других словарях:

  • ξεκαπνίζω — καθαρίζω την αιθάλη καπνοδόχου ή την κάπνα θερμάστρας. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + καπνίζω «μαυρίζω κάτι με καπνό»] …   Dictionary of Greek

  • ξεκαπνίζω — ξεκάπνισα, αφαιρώ, καθαρίζω καπνοδόχο, θερμάστρα από τις καπνιές: Ξεκαπνίσαμε το τζάκι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκάπνισμα — το η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεκαπνίζω, καθαρισμός τής καπνοδόχου ή θερμάστρας από τον καπνό …   Dictionary of Greek

  • ξεκάπνισμα — το, ατος η πράξη και το αποτέλεσμα του ξεκαπνίζω, καθάρισμα καπνοδόχου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»